- μετωπομαντεία
- ηη μετωποσκοπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπο + μαντεία (πρβλ. ονειρο-μαντεία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek
μετωποσκοπία — η [μετωποσκόπος] η τέχνη τής διάγνωσης τού χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση τού μετώπου ή και τών ρυτίδων του ή γενικά τής έκφρασης τού προσώπου, αλλ. μετωπομαντεία … Dictionary of Greek